top of page

Αρχαιολογικοί χώροι

Η περιοχή του Ελλανίου Όρους  έχει χαρακτηρισθεί σαν αρχαιολογικός χώρος από τη δεκαετία του 50. Μπορείτε να διαβάσετε λεπτομέρειες γιά τα ευρήματα και την ιστορία τους  και  στην έκδοση του συλλόγου μας ‘’ΑΙΓΙΝΑ : Η περιοχή του Όρους’’. 

 

Στο δεύτερο τμήμα αυτής της σελίδας παρουσιάζουμε φωτογραφίες από τον μυκηναϊκό οικισμό των Λαζάρηδων στην ανατολική Αίγινα, 2 χλμ από την Παχειά Ράχη.  Επικεφαλής  των ανασκαφών είναι η Ομότιμη Καθηγήτρια Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Νάγια Πολυχρονάκου  Σγουρίτσα,  η  οποία με τρείς συμμετοχές στις καλοκαιρινές μας εκδηλώσεις  παρουσίασε τα ευρήματα στους κατοίκους της περιοχής. Ευχαριστούμε θερμά την  Κα Σγουρίτσα για την παραχώρηση φωτογραφιών των ανασκαφών καθώς και για το κατατοπιστικό κείμενο σχετικά με την ξενάγηση που οργανώθηκε τον Οκτώβριο του 2016.

Οι ανασκαφές στους Λαζάρηδες

Ο Μυκηναϊκός οικισμός στη θέση Λαζάρηδες της ανατολικής Αίγινας

 

Το κείμενο της συνοπτικής παρουσίασης των Λαζάρηδων γράφθηκε με το σκεπτικό ότι η θέση αυτή είναι άγνωστη, όπως είναι ξεχασμένο και εγκαταλελειμμένο το σύγχρονο χωριό, στους Αιγινήτες. Εκτός από την Κολώνα, η οποία χάρη στη διαχρονική παρουσία της στην πολιτισμική πορεία του νησιού είναι η πλέον προβεβλημένη αρχαιολογική θέση της Αίγινας, υπάρχει ένας ακόμη σημαντικός οικισμός, οι Λαζάρηδες, που αναπτύσσονται κατά τον 14ο και τον 13ο αι. π. Χ. , περίοδο συρρίκνωσης της Κολώνας. Οι πληροφορίες είναι προς το παρόν περιορισμένες.

 

Οι τάφοι είναι πλέον καταχωμένοι και δεν επισημαίνεται  η θέση τους.

 

Από τα οικιστικά κατάλοιπα, μόνον όσα βρίσκονται στο πλάτωμα είναι ορατά και με σχετικά μέτρια δυσκολία πρόσβασης. Όμως, χωρίς επεξήγηση και επισήμανση, ο ανυποψίαστος  επισκέπτης δεν μπορεί να εντοπίσει κατασκευαστικά στοιχεία και αρχιτεκτονικές λεπτομέρειες, αφού, επί πλέον, κάποιες κατασκευές έχουν καταχωθεί για προστασία. Άρα δεν βλέπει παρά πέτρες. 

 

Επεξηγηματικά κείμενα - και ως ευχή- ηλεκτρονική ξενάγηση θα προβλέπεται σε μελλοντικό πρόγραμμα ανάδειξης.

 

Ν. Σ.

  Τα παλαιότερα ευρήματα από την Αίγινα υποδεικνύουν, αν και δεν αντιστοιχούν σε οικοδομικά κατάλοιπα, εγκατάσταση στην Κολώνα και στο βορειοανατολικό τμήμα του νησιού από το τέλος της 4ης χιλιετίας π. Χ (την ΄Υστερη Νεολιθική περίοδο). Κατά την Πρώιμη Εποχή του Χαλκού, την 3η χιλιετία π. Χ, μόνον, προς το παρόν, ο οικισμός της Κολώνας αποτελεί θέση ιδιαίτερης σημασίας, με ρυμοτομικό σχέδιο, μεγάλα κτήρια προσεκτικά κατασκευασμένα και με οχυρωματικό περίβολο που προοδευτικά επεκτείνεται και ενισχύεται. Η ανάπτυξη της θέσης αυτής οφείλεται, όπως προκύπτει από το υλικό που έχει έρθει στο φως, στη δημιουργία σχέσεων και ποικίλων επαφών  με γειτονικές και μη περιοχές.

 

  Κατά το πρώτο μισό της 2ης χιλιετίας  π. Χ.  η ανάπτυξη συνεχίζεται  και αντιπροσωπεύεται, πάλι, κυρίως με τον οικισμό της Κολώνας, τα στοιχεία από τον οποίο αποδεικνύουν ότι η θέση αυτή ακμάζει χάρη στη ναυτιλία και στην επικοινωνία που διατηρεί με την Κρήτη, τις Κυκλάδες, την ηπειρωτική Ελλάδα, ιδιαίτερα την Αργολίδα και την Αττική, αλλά ακόμη και με το βορειοανατολικό Αιγαίο, με το οποίο οι επαφές, όπως και με τις άλλες περιοχές, είχαν αρχίσει ήδη πριν το τέλος της 3ης χιλιετίας π. Χ. Επίσης, τόσο ο τάφος του πολεμιστή στην Κολώνα (1800 π. Χ.) όσο και ο περίφημος θησαυρός στο Βρετανικό Μουσείο, ο οποίος πιθανόν θα είχε συγκεντρωθεί από ένα ή περισσότερους τάφους,  που ενδεχομένως θα ανήκαν σε κατοίκους της θέσης αυτής, υποδηλώνουν κοινωνική και, ίσως, πολιτική αλλαγή, που συντελείται λόγω της οικονομικής άνθισης και των σχέσεων, ιδιαίτερα, με την παλαιοανακτορική Κρήτη. 

  Η μεταβατική περίοδος από τη Μέση στην ΄Υστερη Χαλκοκρατία, δηλαδή η μετάβαση από τον 17ο στον 16ο αι., αποτελεί για τον οικισμό της Κολώνας συνέχεια της οικονομικής και κοινωνικής εξέλιξης. Όμως, τότε τα ευρήματα  μαρτυρούν την ύπαρξη εγκαταστάσεων και σε θέσεις της ανατολικής πλευράς του νησιού, όπως ανατολικά/βορειοανατολικά στην περιοχή του μεταγενέστερου ναού της Αφαίας  και ανατολικά/νοτιοανατολικά στο  ημιορεινό χωριό, που ονομάζεται, από το επώνυμο των περισσοτέρων κατοίκων του, Λαζάρου, Λαζάρηδες. Οι σχετικές πληροφορίες από το χώρο του ναού της Αφαίας είναι  περιορισμένες. Αντίθετα,  τα ευρήματα από τους Λαζάρηδες είναι περισσότερα. Περιλαμβάνουν όστρακα από χαρακτηριστικά σκεύη (φαιά μινύεια και κυρίως αμαυρόχρωμα) που προήλθαν  κυρίως από τον οικισμό, που ακόμη διερευνάται. Αν και η κεραμική αυτή είναι, συχνά, πολύ καλής ποιότητας, προς το παρόν οι ενδείξεις δεν είναι επαρκείς για τη διατύπωση ασφαλών συμπερασμάτων σχετικά με επαφές που θα διατηρούσε το μέρος αυτό με περιοχές έξω από το νησί. Ενδέχεται, πάντως, κατά την περίοδο αυτή η όποια επικοινωνία να γινόταν μέσω της ισχυρής Κολώνας. Κατά τον 16ο και 15ο αι., επίσης περίοδο ακμής της Κολώνας στη δυτική Αίγινα, έχουν βρεθεί στους Λαζάρηδες όστρακα που χρονολογούνται τότε και είναι ανάλογα με αντίστοιχα παραδείγματα από την Κολώνα και την περιοχή του ναού της Αφαίας. 

   ΄Εως το τέλος του 15ου αλλά και την αρχή του 14ου αι. π. Χ. το υλικό από τον οικισμό περιλαμβάνει μόνον ελάχιστα όστρακα, τα οποία λόγω της ποιότητας και τελειότητας της διακόσμησης θα  ανήκαν σε σκεύη που είχαν εισαχθεί από την Αργολίδα ή την Αττική.

 

  Στον 14ο αι. αρχίζει η ανάπτυξη στους Λαζάρηδες, σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει στην Κολώνα, της οποίας η δύναμη φαίνεται να συρρικνώνεται τότε για λόγους που ακόμη παραμένουν υποθετικοί.

  Ο μεσόγειος οικισμός των Λαζάρηδων, μέρος του νεκροταφείου του οποίου έχει επίσης αποκαλυφθεί, κάλυπτε έκταση που υπολογίζεται, προς το παρόν, σε 5 στρέμματα. Το μέρος ήταν προστατευμένο από ΒΔ και Β από χαμηλούς λόφους, ενώ  στον περιβάλλοντα χώρο θα υπήρχαν οι κατάλληλες συνθήκες  για τον προσπορισμό  των απαραίτητων  αγαθών για διαβίωση. Τα κτήρια που ανασκάφθηκαν μέχρι τώρα βρέθηκαν σε πλάτωμα και σε ήπιας κλίσης πλαγιά. Ήταν αποκλειστικά λιθόκτιστα, με πάχος τοίχων που έφθανε σε κάποιες περιπτώσεις το 1μ. και οργανωμένα σε πυκνές συστάδες δωματίων. Η κατασκευή τους ήταν επιμελής, όπως προσεγμένη ήταν και η δόμηση των κτιστών θαλαμοειδών τάφων του γειτονικού νεκροταφείου, οι θάλαμοι των οποίων φαίνεται ότι αντέγραφαν τα δωμάτια των σπιτιών.

 

  Από τα υπάρχοντα ευρήματα συνάγεται ότι οι κάτοικοι των Λαζάρηδων είχαν τα μέσα για άνετη διαβίωση, η οποία φαίνεται να διατηρείται μέχρι το τέλος του 13ου αι. π. Χ. και την αρχή του 12ου.

   Ποιοί όμως παράγοντες συνετέλεσαν στη δημιουργία του οικισμού στους Λαζάρηδες και στην προοδευτική ευημερία του κατά τον 14ο και τον 13ο αι. π. Χ. ; Η θέση βρίσκεται μακριά μεν από τη θάλασσα αλλά εποπτεύει το θαλάσσιο δρόμο κατά μήκος του ανατολικού τμήματος του νησιού που οδηγεί προς τον Αργολικό και τις Κυκλάδες, αλλά και προς την Αττική. Η ανατολική ακτή  της Αίγινας είναι  αφιλόξενη, ενώ το νοτιοανατολικό της τμήμα  επικίνδυνο λόγω υφάλων. Εντούτοις, υπάρχουν κολπίσκοι νότια της Αγίας Μαρίνας, κάποιος ή κάποιοι από τους οποίους  ενδέχεται να ελέγχονταν από τον οικισμό στους Λαζάρηδες και θα κάλυπταν τις λιμενικές ανάγκες που θα προέκυπταν από τις εμπορικές συναλλαγές. Αξίζει να τονισθεί ότι ακόμη και πριν από κάποια χρόνια το ρετσίνι που συγκεντρωνόταν στους Λαζάρηδες φορτωνόταν σε πλοιάρια που λιμενίζονταν στον όρμο του Κύλινδρα, ενώ αναφέρεται ότι οι Ενετοί  μετέφεραν τη «σιδηρόπετρα»  της περιοχής, την οποία χρησιμοποίησαν στην οχύρωση του Χάνδακα και άλλων  οχυρών τους στην Κρήτη, από το μικρό λιμάνι στις Πόρτες. 

 

  Ποια όμως προϊόντα θα εκμεταλλεύονταν στο  μέρος αυτό; Το ρετσίνι, η χρήση του οποίου για φωτισμό και στεγανοποίηση αγγείων και πλοίων είναι γνωστή και στους προϊστορικούς χρόνους, και η τοπική «σιδηρόπετρα», η οποία, εκτός από την  ανθεκτικότητά της, μπορούσε να κοπεί σε κανονικά σχήματα, θα αποτελούσαν είδη που μπορεί να εξάγονταν, μαζί με μαγειρικά σκεύη, κυρίως τριποδικές χύτρες. Τέτοια σκεύη, με τόπο κατασκευής την Αίγινα, έχουν βρεθεί από τον Αγ. Στέφανο στη Νότια Ελλάδα μέχρι τα Πευκάκια στη Θεσσαλία, αλλά  και στην Ολυμπία και στο Μάλθι δυτικά. Μεγάλος αριθμός αυτών των αγγείων έχει αποκαλυφθεί  στον οικισμό των Λαζάρηδων και μπορεί να διακινούνταν από τους κατοίκους του. Πάντως, προς το παρόν, δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστούν ακριβέστερα άλλες κατηγορίες αγαθών που θα μπορούσε να διαχειρίζεται ο οικισμός αυτός. Είναι πιθανόν και ο κρόκος να  αποτελούσε  προϊόν  εξαγωγής, το οποίο απαιτούσε ακρίβεια ζυγίσματος και το  μολύβδινο σταθμίο των 20,2 γρ. από τον οικισμό θα ήταν το πλέον κατάλληλο. Εξάλλου, η καλή ποιότητα του κρόκου της Αίγινας μαρτυρείται και από τον Θεόφραστο (Περὶ Ὀσμῶν 27), ενώ είναι, επίσης, αξιοσημείωτο ότι κοντά στον Μεσαγρό υπάρχει λόφος που ονομάζεται Κρόκος. Παράλληλα, πρόσφατες έρευνες θεωρούν πιθανή την παρουσία στην Αίγινα στυπτηρίας (alum, L. alumen), η οποία αναφέρεται σε πινακίδες της Γραμμικής Β και μπορεί να συνιστούσε εξαγώγιμο αγαθό .

 

   Σε κάθε περίπτωση, η αποκάλυψη ποικίλων σταθμών, από μολύβι και λίθο, διαφορετικού βάρους,  τα οποία εντάσσονται τόσο στο μινωικό/ αιγαιακό σύστημα όσο και σε εκείνο της ανατολικής Μεσογείου, υποδεικνύει την κινητικότητα και το δυναμισμό αυτής της μεσόγειας θέσης της ανατολικής Αίγινας. Την εμπορική δραστηριότητα του μέρους αποκαλύπτουν και άλλα στοιχεία, όπως ο μεγάλος αριθμός και η ποικιλία των σημείων κεραμέων στα αγγεία, τα πήλινα δισκία (tokens), το τάλαντο μολύβδου από το Λαύριο, τα μετάλλινα τέχνεργα, μεταξύ των οποίων και σιδερένια, καθώς και άλλα διάφορα.

 

    Ακόμη, πρέπει να τονιστεί η εξαιρετική θέση του οικισμού, που βρίσκεται στο μέσον της οδού που συνδέει την περιοχή του ΄Ορους με εκείνην του ναού της Αφαίας.  Όμως, τα πλεονεκτήματα αυτά είναι επαρκή για να δικαιολογήσουν την  ευημερία της περιοχής;

 

   Είναι πολύ πιθανόν ότι ο οικισμός στους Λαζάρηδες άρχισε να αναπτύσσεται με τη σταδιακή εγκατάλειψη της αποκλειστικής χρήσης της πορείας των πλοίων κατά μήκος της δυτικής ακτής του νησιού και του ελλιμενισμού στην Κολώνα, η οποία, λόγω, πιθανόν, της ακμής των μυκηναϊκών εγκαταστάσεων στην απέναντι πελοποννησιακή ακτή να περιέπεσε σε μαρασμό, ενώ δεν αποκλείεται μέρος του πληθυσμού της να εγκαταστάθηκε στους Λαζάρηδες και να συνέβαλε με τη γνώση και την εμπειρία αιώνων στην ακμή τους. Εντούτοις, για τα στοιχεία που θα δώσουν πειστικότερη ερμηνεία σχετικά με  τους λόγους εξέλιξης του μυκηναϊκού οικισμού των Λαζάρηδων  θα απαιτηθεί περαιτέρω έρευνα για πληρέστερη θεώρηση και γνώση του χώρου. Πάντως, φαίνεται ότι ο οικισμός αυτός  λόγω της θέσης του θα ήταν ανεξάρτητος από τον έλεγχο των μεγάλων κέντρων της Αργολίδας και της ανατολικής Στερεάς Ελλάδος, με τα οποία θα συμπορευόταν στην τέχνη και στην τεχνολογική ανάπτυξη, όπως προκύπτει από τα ευρήματα. 

 

  Σύμφωνα με τα υπάρχοντα ευρήματα, κατά το 12ο αιώνα στο ανατολικό τμήμα της Αίγινας παραμένει σε δραστηριότητα μόνον η περιοχή στο ναό της Αφαίας, ενώ οι Λαζάρηδες εγκαταλείπονται, χωρίς να καταστραφούν. Οι κάτοικοι φεύγουν, αφήνοντας πίσω τα υπάρχοντά τους, ελπίζοντας ότι θα γυρίσουν, και καταφεύγουν σε ασφαλέστερη γειτονική θέση, στο ΄Ορος ή  πιθανότερα στην Ακρόπολη του Αγίου Αντωνίου, που περιβάλλεται από Κυκλώπειο τείχος;

 

    Η ιστορία της θέσης δεν είναι  γνωστή κατά τις επόμενες χιλιετίες. Το μέρος φαίνεται, σύμφωνα με την υπάρχουσα κεραμική, ότι κατοικείται από το τέλος του 7ου/ 6ο αιώνα, την κλασική εποχή, αλλά και κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους, κατά τη διάρκεια των οποίων όλο το νησί έχει χάσει πλέον την προηγούμενη ευημερία του. Τα λίγα υστεροβυζαντινά/μεταβυζαντινά και τουρκικά όστρακα υποδεικνύουν τη συνέχεια μεν της εγκατάστασης εκεί και τότε, αλλά ταυτόχρονα και την ολοκλήρωση της συρρίκνωσης της σημασίας της θέσης. Οι Λαζάρηδες είναι πλέον μόνον ένα μικρό χωριό, στο οποίο υπάρχουν ακόμη στοιχεία που πρέπει να μελετηθούν για να φωτισθεί καλύτερα το παρελθόν του.

 

Ν. Πολυχρονάκου Σγουρίτσα

Ομότιμη Καθηγήτρια Αρχαιολογίας

Πανεπιστημίου Αθηνών

bottom of page